Новогреческий словарь
λιθοθρύπτης
λιθοθρύπτης
ο мед.
камнедробитель
(инструмент)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
камнедробитель
? —
λιθοθρύπτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιθοθρύπτης
? — камнедробитель
#
(ново)греческий словарь
—
μουλάρα
—
πυρετώδης
—
επίφυσις
—
παρήγορος
—
καταπληκτικά
—
εκτητικός
—
ασυγχρόνιστος
—
αναγαλλιάζω
—
σήμαντρο
—
θερμόφιλος
—
αριστοτεχνικός
—
ακόμψευτος
—
φθισιώ
—
ανεβαστός
—
βραδύνω
—
αραθρώνω
—
χορτοκόπος
—
άπεπτος
—
εκατοστόγραμμον
—
ηλεκτροβιολογία
—
εκχώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,