|
η пастуший посох; === τρίβεσαι στή ~ τού τσοπάνη — [phrase]ты лезешь на рожон[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастуший посох? — γκλίτσα как с (ново)греческого переводится слово γκλίτσα? — пастуший посох — γαμιάς — καθαρτικό — αλαφρύς — μάϊσσα — εμπασμα — τζιντζερόσουπα — μπεκρής — απόγι — παρακύλημα — μασέλλα — υπανδρεύομαι — καρδιοπνευμονικός — διαπρέπων — πελαγοδρομώ — τσιμπητός — δυσφήμηση — ισχυροποιούμαι — υπάκουα — λαλίστατος — χειρόμυλος — νευροψυχολόγος |
|||