|
физиол. диастолический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диастолический? — διαστολικός как с (ново)греческого переводится слово διαστολικός? — диастолический — τηλέτυπο — κοχλιοτομευς — τσερβέλο — λογόρροια — γεροντοπαλλήκαρο — βασταγερός — χούφταλο — μπεκροκανάτας — ακατάκλυστος — δασκαλοφέρνω — αμεταρρύθμιστος — εύχυμος — αχυρόχρους — γογγώ — σιδηροβιομηχανία — φρόχειλο — κατάκλιση — αναπολώ — κνησμονός — αλευροποίηση — ατμοπλοϊκώς |
|||