|
η сахарница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сахарница? — σακχαροδόχη как с (ново)греческого переводится слово σακχαροδόχη? — сахарница — ολοός — ομολογούμενος — κιθάρα — επικόρμιον — εκλεκτικιστικός — φιλιππικός — εύλυτος — πετροκάραβο — εξόφθαλμος — λιβαδάκι — ακωμώδιστος — χοιρινό — κοκκινοχάβιαρο — αγαργάλητος — αναγκασμός — νομογράφημα — προσοσιαλιστικός — μητρομανία — κωλοτρυπίδα — βαθερός — βομβαρδιστικό |
|||