|
обжигать (известь, кирпичи и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обжигать? — καμινιάζω как с (ново)греческого переводится слово καμινιάζω? — обжигать — αλευρίτικος — αναδημιουργία — ελεφαντίσκος — ανάμελκτος — ηλεκτρομέταλλα — σκιντζής — συγχωρεμένος — σπάραγμα — γραμματοσημοσυλλέκτης — γκαλλιούρης — μεγαλορρημοσύνη — μοναχιάζομαι — πανέρμος — ατεκμηρίωτος — επαναγωγή — εξωτερικό — μουλαράς — αυτοφανής — ασυμφιλίωτος — σκοτίζω — ολοφώτεινος |
|||