|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγκαιρινός? — — περίστρεπτος — δεκαεννέα — ψυχομάχημα — ομολογητής — ξάζω — αυτοκριτικός — σπογγαλιευτικός — έλος — σακκοβελόνη — γουναράδικο — καταληστεύω — πολυβόλο — γαζέπι — περιπλανιέμαι — παθολόγος — ραντιέρικος — αρμενιακός — ασκίσιος — ανάπιωμα — κρέμαση — ξιφισμός |
|||