συγκαιρινός

формы словаβ
συγκαιρινός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συγκαιρινός? —


περίστρεπτοςδεκαεννέαψυχομάχημαομολογητήςξάζωαυτοκριτικόςσπογγαλιευτικόςέλοςσακκοβελόνηγουναράδικοκαταληστεύωπολυβόλογαζέπιπεριπλανιέμαιπαθολόγοςραντιέρικοςαρμενιακόςασκίσιοςανάπιωμακρέμασηξιφισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit