Новогреческий словарь
αλωνάρης
αλωνάρης
ο 1)
молотильщик
;
2) (Α.)
Алонарис
(народное название июля)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молотильщик
? —
αλωνάρης
как на
(ново)греческом
будет слово
Алонарис
? —
αλωνάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλωνάρης
? — молотильщик, Алонарис
#
(ново)греческий словарь
—
κατάρραχα
—
ξυπνητήρι
—
αχνός
—
μελωμένος
—
εθνικοποιούμαι
—
ζυμομυκητίαση
—
οκτάωρο
—
εμός
—
μαγκιπειό
—
ακροβατικός
—
τσιπουροκατάνυξη
—
εκατόμβαττον
—
κατασιγαστήρας
—
αντιμεταθετικός
—
ανεμόδαρτος
—
πηγαδάς
—
λεπτότεχνος
—
προαίσθηση
—
πρόξενος
—
εγκεφαλοπάθεια
—
κροταφιαιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве