|
η 1) тех. ворот; 2) ист. дыба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ворот? — στρεβλή как на (ново)греческом будет слово дыба? — στρεβλή как с (ново)греческого переводится слово στρεβλή? — ворот, дыба — αβολεψιά — αθήρ — περιφρονώ — μουσικοσυνθέτης — μουνόπανο — συνεισβάλλω — χαμαιτύπη — λιθογραφείο — δημοπρατικός — βισινύς — σουρβιά — μήκος — διαδραματίζομαι — λουστράτος — αντισημίτρια — γγιαγμένος — τζάρα — απείραχτος — μουγγρί — λαθρεμπόριο — δηλωτικός |
|||