|
η родословная, генеалогия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родословная? — γενεαλογία как на (ново)греческом будет слово генеалогия? — γενεαλογία как с (ново)греческого переводится слово γενεαλογία? — родословная, генеалогия — χλωριούχος — επιβριθώς — σκόνταμα — πολυγράφος — χιονοβροχή — κρησαρίστρα — κρησάρα — αξάφνιαστος — λαντουρώ — αμπροστερεύω — εξόρμιση — ακυρολεξία — φκυάρι — αποπροίκι — αλλαντοποιείο — περιηγητήτρια — μαχμούρης — κοντόσωμος — προβατάρισσα — μελισσουργός — φτωχικό |
|||