|
(-ακος) ο ист. панцирь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панцирь? — θώραξ как с (ново)греческого переводится слово θώραξ? — панцирь — πυριτιδοποιείο — σταυρομάννα — αντιληπτικός — παραφυλάω — καμπίνα — φτυαρίζω — μάλαθρο — περιπολία — σκυλοδόντης — σκοπευτήριο — διοργανώτρια — εγκαρδιώνω — λαιμαριά — περιπνευμονία — εκδόριον — ξεσκούντημα — ψιλοκοσκίνισμα — αποικίζω — δεσμώτηριον — μελισσοτρόφος — απρόδοτος |
|||