|
1. электрический; ~ό ρευμα — электрический ток; ~ή τάση — напряжение тока, электронапряжение; ~ό στοιχείο или ~ συσσωρευτής — электрическая батарея; ~ σταθμός или ~ό εργοστάσιο — электростанция; ~ή (μ)πρίζα — штепсель, розетка; 2. (о) метро (в Афинах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрический? — ηλεκτρικός как на (ново)греческом будет слово метро? — ηλεκτρικός как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρικός? — электрический, метро — αποθολάσσωση — σανιδόφρακτος — γοργογαγέρνω — πλουτοφόρος — λεμονιά — αναγκάζω — ξεμυστηρεύομαι — προύχοντας — αποικιοποίηση — νηστήσιμος — κομψοτέχνημα — πλανητοειδής — προφυλασσόμενος — ψιλορώτημα — αντιπροκαλώ — ξυσιματιά — διαιρετέος — ανατομείο — αποδίδω — γκρέμισμα — μπερμπάντης |
|||