|
четырёхэтажный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четырёхэтажный? — τετράπατος как с (ново)греческого переводится слово τετράπατος? — четырёхэтажный — αναστέλλουσα — αθυροστομία — βληχηθμός — κουτσαβάκης — ξεκάκιωμα — θεσμοδότης — αρχιμανδρίτης — πλεονασματικός — κεφαλοκόλωνο — οπώρα — αμίαντο — εγκεφαλονωτιαίος — μαγειριό — σόντέκνισσα — σακκούλιασμα — σεισμικότητα — τρισχίλιοι — αγγειακός — ζημία — θειαφίζω — εξερεθιστικός |
|||