|
надутый, раздутый, вздутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надутый? — τουρλωτός как на (ново)греческом будет слово раздутый? — τουρλωτός как на (ново)греческом будет слово вздутый? — τουρλωτός как с (ново)греческого переводится слово τουρλωτός? — надутый, раздутый, вздутый — πικρόγλωσσος — εννοιολογικός — εγκυκλοπαιδισμός — γλαφυρός — περίδετος — αρχικατεργάρης — νομικώς — δεκαμελής — φρού-φρού — ακτιος — επαληθεύω — καπηλευτικός — πτυχωσιγενής — προσκυνητρια — μαγαρίζω — κουρνιάζω — αφιονισμένος — γλωσσαμύντορας — αγγειοχειρουργική — υδροχλώριο — διαδοχή |
|||