|
(-έως) ο кормилец (семьи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормилец? — τροφεας как с (ново)греческого переводится слово τροφεας? — кормилец — κυκλώπειος — άμμος — ποδήλατο — όροβος — υπεργλυχαιμία — προάστιο — ονοματίζω — αλληλόχρεος — αναφλογέας — απαστράπτων — δερβίσικος — γλυκοσάλιασμα — καρκινοειδής — αίσθημα — κλινάμαξα — μαγγωμένος — εικονοστάσι — κιθαριστής — βατράχειος — βαμβακοπαραγωγή — απογραφέας |
|||