|
высиживать (птенцов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высиживать? — νεοττεύω как с (ново)греческого переводится слово νεοττεύω? — высиживать — καρδιεκτασία — ξεγυμνώνομαι — αχορταγιά — πατώ — ηλιοτυπία — ασφάλιον — αναστομώνω — περιδρομιάζω — καθοδικός — ζευκτήριος — οψιμος — αναδένω — ντερμπεντέρικα — οκτάχρονος — μεταίχμιο — φάντασμα — νιόπαντρος — σταμναγκάθι — αμίαντος — φωτοβόλημα — σχολαστικισμός |
|||