|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεισματοσύνη? — — κυπρί — διαταραχή — προεόρτιος — φρυγανιέρα — φυσητικός — συμπαίκτης — ηλιόβαρος — ενίσταμαι — προστήθιος — πολωσκόπιο — μερλίνο — παραψαλιδίζω — ύμνος — σκαντζόχοιρος — γλυκόφως — σταλαξιά — λεπριώ — προύμυτα — αγγελιαφόρος — καπναποθήκη — φλοιοχρωστική |
|||