|
η мед. дакномания, навязчивое желание кусаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дакномания? — δακνομανία как на (ново)греческом будет слово навязчивое желание кусаться? — δακνομανία как с (ново)греческого переводится слово δακνομανία? — дакномания, навязчивое желание кусаться — φιλόσοφος — αντιστοιχείωση — κοντόχρονα — κουκουβίζω — λύχνος — βισμουθιακός — αναζωογονούμαι — θειωτήρας — διεκπεραιωτής — συμφωνικός — κινηματογράφηση — ζευγόλουρο — διαυγώς — εκδιώκω — αυτοτελειοποίηση — καλογερίστικος — βδομάδα — επίξεσις — διδόμενον — ρυθμικός — παλαιοχριστιανικός |
|||