|
ο ком. контрагент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контрагент? — υποπράκτορας как с (ново)греческого переводится слово υποπράκτορας? — контрагент — λαγουδέρα — καρυδόφλουδα — αιτίαση — συνθήκη — ευεκτώ — συγχώνεμα — σπεράντσα — αναμοχλεύω — τυροφαγία — απαρμέγω — γιοσμαρίνι — τερατούργημα — φασίνα — άργεμον — κηπάριο — βρονταλίδα — κιβωτιοποιείον — διαλείπω — γονάτιο — ανηολόγητος — αδικοβγάλτης |
|||