Новогреческий словарь
σαββατογεννημένος
σαββατογεννημέν|ος
удачливый, везучий
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удачливый
? —
σαββατογεννημένος
как на
(ново)греческом
будет слово
везучий
? —
σαββατογεννημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαββατογεννημένος
? — удачливый, везучий
#
(ново)греческий словарь
—
λέλεκας
—
μεγαλεπήβολα
—
ακάταρτος
—
πιστευτός
—
αρχαιοφύλαξ
—
αναβάπτιση
—
ονομασιολογία
—
στηθικός
—
μεγαλοφυής
—
γάλα
—
οινοπνευματοποιήσιμος
—
τρωγλοδυτώ
—
κονταίνω
—
επιθέτω
—
χρονόμετρο
—
απολλοτριωτός
—
μωραίνομαι
—
ξαναπουλώ
—
επιδοκιμασία
—
κοίλωμα
—
απραγματοποίητον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве