|
η 1) нечестивость; 2) непочтительность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нечестивость? — ανευλάβειο как на (ново)греческом будет слово непочтительность? — ανευλάβειο как с (ново)греческого переводится слово ανευλάβειο? — нечестивость, непочтительность — ρινικός — αραβοσίτινος — κερδώος — ενοχλώ — παραστάτης — λαϊκιστικά — φραγκοκρατία — ψυχώνω — σαπωνοποιώ — καφέ-αμάν — κουτσοφλέβαρος — αλγερινός — γλίστρημα — διερεθισμός — μοσκομπιζέλι — εξάρι — μακράν — διποδισμός — νεκρώνομαι — κυνηγάρα — οινομαγειρείο |
|||