|
носимый на шее #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носимый на шее? — επαυχένιος как с (ново)греческого переводится слово επαυχένιος? — носимый на шее — θερμασιά — μεσσηνέζα — αιχμαλώτισμός — ψίδιασμα — καμουφλάζ — αδικοβάζω — μπαγλαρώνω — εναποθέτω — ισκιερός — διμεταλλισμός — χειροβολίδα — ξηροστομία — σκύβω — κακοτρώγω — γαλιφεύω — εκτόπιση — λυσσιάζω — ψυχοθεραπευτικός — άνεση — πάλη — καταγεμάτος |
|||