δανειοδοτώ

формы словаβ
δανειοδοτώ



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δανειοδοτώ? —


αναφορείοννέθωυβριδικόςδιάφυσηκολποκήληαμίσθωτοςδελφικόςολόλευκοςδάχτυλαςδιαφερόντωςφυσικόςγερο-ανερευνώξεπλένωαλύπητασύσσωμοςαυλοθεράπωνκαρκινοφοβίαασχιστόςπαμψηφίαπρωτοκολλημένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit