|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειοδοτώ? — — αναφορείον — νέθω — υβριδικός — διάφυση — κολποκήλη — αμίσθωτος — δελφικός — ολόλευκος — δάχτυλας — διαφερόντως — φυσικός — γερο- — ανερευνώ — ξεπλένω — αλύπητα — σύσσωμος — αυλοθεράπων — καρκινοφοβία — ασχιστός — παμψηφία — πρωτοκολλημένος |
|||