Новогреческий словарь
συνεπάγομαι
συνεπάγομαι
(αόρ. συνεπήγαγον) (чаще τριτοπρύσ.)
влечь за собой
;
η εσχάτη προδοσία ~εται τήν εσχάτην των ποινών — [phrase]государственная измена карается смертной казнью[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
влечь за собой
? —
συνεπάγομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνεπάγομαι
? — влечь за собой
#
(ново)греческий словарь
—
αδενοκαρκίνωμα
—
πνευμονορραγία
—
πονήρευμα
—
ζορεύω
—
προεκβολή
—
μιλιόνι
—
αντήχηση
—
ικανοποιητικά
—
συρματουργείο
—
αποστρατιωτικοποιημένος
—
βουρδουλακιάζω
—
δίσκελος
—
στρεβλώνω
—
μεγαλοεπιχειρηματικός
—
ενδορραχιαίος
—
χορδοποιείο
—
μουτσουνάρα
—
αποστάλαξη
—
ηλιοβούτημα
—
φωτογονία
—
ξινολάπατο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве