|
(αόρ. συνεπήγαγον) (чаще τριτοπρύσ.) влечь за собой; η εσχάτη προδοσία ~εται τήν εσχάτην των ποινών — [phrase]государственная измена карается смертной казнью[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влечь за собой? — συνεπάγομαι как с (ново)греческого переводится слово συνεπάγομαι? — влечь за собой — μεθερμήνευση — ηλιόκαυστο — θηριοδαμαστής — αυγούλα — μαργιόλεμα — υδροκλιματολογία — ωοθηκοτομία — ολοθύμως — φήμη — φοντάν — Γιαπωνέζα — κουρουπιαστός — διαβατάρισσα — πορδίζω — σίβυλλα — ιχθυοκόμος — διαφθείρω — ευρύγναθος — μονοφασικός — φίλος — φλοιοφάγος |
|||