|
το ист. 1) санджак (административная единица в Турции); 2) знамя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санджак? — σαντζάκι как на (ново)греческом будет слово знамя? — σαντζάκι как с (ново)греческого переводится слово σαντζάκι? — санджак, знамя — υπερσυντέλικος — αντί — φτωχοπρόδρομος — διχοτόμος — αρχοντοχωριύτικος — σκίμπους — δυσαρθρία — υδροβιολογία — υποχώρηση — αποξήρανση — βακτήριο — τρεχάματα — τραπεζοκόμος — ξανα- — χειλάκι — γαστρολογία — προστρέχω — κατεργάρισσα — ερημωτικός — ομοιοθερμία — σεβαστός |
|||