|
το 1) шило; 2) остриё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шило? — σουβλί как на (ново)греческом будет слово остриё? — σουβλί как с (ново)греческого переводится слово σουβλί? — шило, остриё — λυθρίνι — ακριβωτής — συζητητικός — αξεφλούδιαστος — σταθερόν — ελασματουργείο — αγοριτσίστικος — επιβραβεύω — ακαταπράντος — περικόχλιο — καρφιτσούλα — Καρολίνα — μπατιρημένος — υποκρίτρια — άφθαστο — μεγαλώνοντας — απλοχεράζω — προσωπολατρεία — λιθοβόλημα — ερχόμενος — απερήφανος |
|||