|
увеличивать в восемь раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увеличивать в восемь раз? — οκταπλασιάζω как с (ново)греческого переводится слово οκταπλασιάζω? — увеличивать в восемь раз — γυναικούλα — πυκνωτής — κίκι — τσαχπίνικος — συμπληρωματικός — μαδίζω — αποκαρδίζω — αχυρύ — παιδομορφισμός — αεραντλία — θερμοπομπός — συμφυρματικός — φραγκοραφτάδικο — γονεύω — ασπρογαλάζιος — καυτηριασμός — ραδιοτηλέγραφος — εκκαθαρίζω — υπερβατός — χασίς — καθαρεύουσα |
|||