|
το обморок; потеря сознания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обморок? — λιγοθύμισμα как на (ново)греческом будет слово потеря сознания? — λιγοθύμισμα как с (ново)греческого переводится слово λιγοθύμισμα? — обморок, потеря сознания — εκτεθηλυμένος — επίψογος — ιχθογόνος — δοσμένα — υποβόσκω — αντίζηλος — ανισοπαχής — καρμπονάρος — επτακοσάρα — μικρόμετρο — μαγαρίκα — φυσιολατρία — αντιτορπιλλικός — εκμαυλισμός — απονίπτω — όνομα χώρου — θυροφύλακας — γιδερό — τουμπανιασμένος — άγνωρος — φωτοτοπογραφία |
|||