|
τα бот. цитрусовые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цитрусовые? — εσπεριδοειδή как с (ново)греческого переводится слово εσπεριδοειδή? — цитрусовые — τεσσαρακονταετής — μπόξερ — φινέτσα — μηχανεύομαι — βενζόλιο — οπλομαχώ — ενετή — εξαιρούμενα — συνδιοίκηση — αρδευόμενος — καταναλωτής — ποραπολύς — τρυφεροκώλης — τρίζω — ευσχήμως — παρασιτισμός — ρότορ — απόχρεμψη — παρεθύρι — οπίσθια — σάντουιτς |
|||