|
η вексель; μακροπρόθεσμη (βραχυπρόθεσμη) ~ — долгосрочный (краткосрочный) вексель; προεξόφληση τής ~ής — учёт векселей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вексель? — συναλλαγματική как с (ново)греческого переводится слово συναλλαγματική? — вексель — κρασάτος — αρνοπόκι — λιθοβολία — οροστεγής — εναντιόμορφος — κέντρισμα — αποχαιρετίζομαι — μπάλα — αυστραλιανός — μπαντίδος — επαύριον — σεμνότυφος — εφήβαιον — μουρντάρης — μανθόσουπα — πείθομαι — επιφράσσω — ροδόνερο — πολύεδρο — ακάπνιστος — ελιά |
|||