|
η звукоулавливание; συσκευή ~ς — звукоуловитель, звукоулавливатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звукоулавливание? — ηχοληψία как с (ново)греческого переводится слово ηχοληψία? — звукоулавливание — λησμονώ — προφαντός — ταύρος — δεκαπενθήμερο — στολισμός — αντιβασιλεία — εκστρατεία — ενοποιός — ξασπρίζω — αναντίστρεπτος — αμμόγειος — αναρχιστικός — πρωτεϊκός — βάλλομαι — καιρικός — αποζημίωση — αβολίδωτος — κρύβω — νουθετώ — ηρεμιστικός — βρακοφόρος |
|||