Новогреческий словарь
καλλυντικός
καλλυντικός
косметический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
косметический
? —
καλλυντικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλλυντικός
? — косметический
#
(ново)греческий словарь
—
αγαρνίριστος
—
διάγω
—
εμμηνορροώ
—
φουντίτσα
—
κυλίνδρισμα
—
δούλεμα
—
ακυρολεκτώ
—
πολυταξιδεμένος
—
στροφορμή
—
κοιλιάζω
—
συγκολλώ
—
μαλάκιο
—
υπομνηστικός
—
λατομικός
—
αγριομούρης
—
ετοιμοπαράδοτος
—
επιβραδυντήρας
—
καρούμπαλο
—
απτέσι
—
λησμοσύνη
—
τρικέρατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве