Новогреческий словарь
λησμοσύνη
λησμοσύνη
η 1)
забывчивость
;
2)
забытьё
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
забывчивость
? —
λησμοσύνη
как на
(ново)греческом
будет слово
забытьё
? —
λησμοσύνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
λησμοσύνη
? — забывчивость, забытьё
#
(ново)греческий словарь
—
μεταχρωματισμός
—
γκρέμιος
—
συναδελφικός
—
άνοπτος
—
ανακουφίζομαι
—
τορπιλλισμός
—
κουτσοφλέβαρος
—
αυτοκυρίαρχος
—
στυγερότητα
—
χιασμός
—
σέρνω
—
αναθύμηση
—
σοβχόζ
—
συρίγγωση
—
βροντολόγημα
—
κατσαπρόκος
—
κοντοπίθαρος
—
αξιοσημείωτος
—
απαγχονίζω
—
κολλόδιο
—
καραγκιοζάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве