Новогреческий словарь
εκπυρσοκρότηση
εκπυρσοκρότηση
η 1)
грохот взрыва
;
2)
выстрел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грохот взрыва
? —
εκπυρσοκρότηση
как на
(ново)греческом
будет слово
выстрел
? —
εκπυρσοκρότηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπυρσοκρότηση
? — грохот взрыва, выстрел
#
(ново)греческий словарь
—
εξαέρωση
—
ανατήκω
—
ασυντέλεστος
—
οστρεοτροφείο
—
εκτοξευτικός
—
μπατίρης
—
φυλλορροώ
—
στερούμαι
—
φύλαρχος
—
αριστεριστής
—
δίφραγκο
—
ελεοθεροστομώ
—
κρανιομετρία
—
τσίτα
—
αυτοανακηρύσσομαι
—
μπαμπούλας
—
μοναστικός
—
κανονάρχισμα
—
ξιφισμός
—
διπλόσχημος
—
τσουκανίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве