|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίφραγκο? — — αιμοπτυσία — αργυρώδης — μπάτσισμα — ήρθα — χαραγή — πρωτόπειρος — κουβέλλι — ήλωση — τυρόπιτα — θετικίστρια — περιποιούμαι — κλουβιαίνομαι — μηλόκρασο — κασσίτερος — προβατάρης — αφροπλασμένος — αριστερά — βιβλιογνώστης — κατασβεστικός — αετηδόν — διπλάσια |
|||