Новогреческий словарь
παπάκι
παπάκι
το
утёнок
;
===
γίνομαι ~ — промокнуть до костей (под дождём)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утёнок
? —
παπάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παπάκι
? — утёнок
#
(ново)греческий словарь
—
αυγουλιέρα
—
βατσινάρισμα
—
ιστιοδρομικός
—
οφιοφάγος
—
μεσολάβηση
—
εκβουτυρώνω
—
εβραία
—
υποδεσπόζουσα
—
αποχαιρετιστήριος
—
νοστιμιά
—
βένθος
—
ευταμίας
—
λιθοτριψία
—
απορριξιμιό
—
γαστρεκτομή
—
κοχλιώνω
—
ξαναφτιάχνω
—
αργοπόρια
—
μνήμη
—
αλιζαρίνη
—
δοχείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве