|
το утёнок; === γίνομαι ~ — промокнуть до костей (под дождём) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утёнок? — παπάκι как с (ново)греческого переводится слово παπάκι? — утёнок — στροφός — φαντασιοκόπος — συνομοταξία — μειονοψηφώ — διερμηνευτικός — αισθητήριο — σημειωτός — προορώ — σταυρανθή — αγριοπετεινός — έρμος — κακοφωνία — συναπαντώ — υπερβιταμινούχος — ανεγγύητα — ένεστι — εξεύρεση — ακριβολόγημα — θετικισμός — εξηλώνω — στηλίτευση |
|||