Новогреческий словарь
πενήντα
πενήντα
пятьдесят
;
είμαι ~ χρονών — [phrase]мне пятьдесят лет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пятьдесят
? —
πενήντα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πενήντα
? — пятьдесят
#
(ново)греческий словарь
—
δικύλινδρος
—
ηλιοσκόπιο
—
υπένδυσις
—
φανταχτερά
—
ύπερος
—
περίθαλψη
—
φορβή
—
εναντία
—
ωρισμένα
—
επαγγελματικός
—
ξεναγία
—
αφιλόπονος
—
ηψάμην
—
περαταριά
—
αξέσπαστος
—
χαιρετιστήριος
—
αθέατος
—
αναζωπύρωση
—
καρπουζοκέφαλος
—
μαστέλλος
—
σαμαρώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве