|
породистый (ο животном); высокосортный (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово породистый? — σοϊλήτικος как на (ново)греческом будет слово высокосортный? — σοϊλήτικος как с (ново)греческого переводится слово σοϊλήτικος? — породистый, высокосортный — διάβα — δενδροκομικός — λεπτολόγία — ξερόβραχος — τσάκιση — λευκαίνω — εξηντατρίχης — ηθολογία — γαλάρα — ασχημάδα — στοιχειοχύτης — λιγοθυμιά — σεισμομετρία — ξεμασκάλισμα — πραγματοποιήσιμος — πρόσω — πετσόκομμα — ηλεκτροκόλληση — νεφρολιθίαση — φραγκοραφτάδικο — εγγλέζικα |
|||