Новогреческий словарь
λούρα
λούρα
η 1)
большой ремень
;
2)
прут
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
большой ремень
? —
λούρα
как на
(ново)греческом
будет слово
прут
? —
λούρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λούρα
? — большой ремень, прут
#
(ново)греческий словарь
—
προσπελασιμότητα
—
φατριασμός
—
παραφυσώ
—
αγουρίδα
—
εμβελής
—
νιφτήρα
—
ξαγρύπνημα
—
κάκτος
—
ματσάκι
—
ερμηνεύτρια
—
πετρούλα
—
ανακυκλικός
—
φαρμακευτικός
—
μεσοφωνηεντικός
—
χρωμολιθογραφία
—
πρόσφορος
—
περιπάθεια
—
εξερεθιστικός
—
απογευματινή
—
στραγγάλισμα
—
συνδικαλιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве