|
ο решето #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово решето? — αρέλεγος как с (ново)греческого переводится слово αρέλεγος? — решето — εμποράκος — μπατζανάκισσα — μάζεμα — γενετή — ατυράννητος — εξαναγκάζω — διαμονητήριο — ελλειμματικά — ουσιαστικά — προδικαστικός — αδόλωτος — ρουθούνι — υπερώο — επιπληκτέος — συνάρχω — έξω — δωδεκάκις — εποχέτευση — δακτυλιώτης — μουστάρδα — υποδηματοβιομηχανία |
|||