|
лингв. фонологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фонологический? — φωνολογικός как с (ново)греческого переводится слово φωνολογικός? — фонологический — κυπαρισσί — δασυχαίτης — ορνιθοτρόφος — ζούριασμα — νομιμοποιούμαι — διεκπνοή — μελισσούλα — υπολειμματικός — αντικάμαρα — άγλυκος — κορκάρι — εκτελεστικός — μεζεδάδικο — ψαροντούφεκο — συμπεριφορά — πρόγονος — αναζώνομαι — επίτηδες — ψες — τσαπέλλα — χαβούζι |
|||