|
το 1) бой колоколов; 2) намёк (на что-л. неприятное) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бой колоколов? — καμπάνισμα как на (ново)греческом будет слово намёк? — καμπάνισμα как с (ново)греческого переводится слово καμπάνισμα? — бой колоколов, намёк — κουφάρι — καρυδιά — μηλεών — γκαστρώνω — μανιοκατάθλιψη — χύμευση — στήσιμο — ναύλο — κοίλο — γεννησίμιο — Σαλονικιός — ανασφραγίζω — ψωραλέα — προαιρετικός — αμφίστροφος — κερδαίνω — γερόντιο — αναρχοσοσιαλιστής — αμφικτίονες — σμυριδόσκονη — ξενόκουμπο |
|||