Новогреческий словарь
καμπάνισμα
καμπάνισμα
το 1)
бой колоколов
;
2)
намёк
(на что-л. неприятное)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бой колоколов
? —
καμπάνισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
намёк
? —
καμπάνισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καμπάνισμα
? — бой колоколов, намёк
#
(ново)греческий словарь
—
αιματέμεση
—
τυφλοπόντικο
—
εκθρονισμός
—
στροφόμετρον
—
αδιαχώρητος
—
επιδιορθώτρια
—
αναλαμπίδα
—
λεηλατώ
—
φραγκολεβαντίνος
—
τουφεκίζω
—
υπόμαυρος
—
εντερίτιδα
—
ομπυάζω
—
κωδικοποίηση
—
χασκάζω
—
άροτρον
—
γατί
—
υπεραισθητικός
—
σπουδαχτικός
—
κατασυκοφαντώ
—
αρχοντοχωριύτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве