|
лишать девственности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишать девственности? — διαπαρθενεύω как с (ново)греческого переводится слово διαπαρθενεύω? — лишать девственности — καλιακούδα — σταχτοκουλούρα — σταχτοκουλλούρα — ριζοβόλημα — μικροσκελής — ξεκαπέλλωτος — σουσαμιά — αναδιορισμός — εξατομίκευσις — δεκάωρος — μάγειρας — σουβλιά — αναδασωτέος — συμμετοχικός — βιολετής — μάντης — εκπωμαστήρας — λιθογλύφος — ζώνω — χολημεσία — έγχυση |
|||