|
(αόρ. χαροκάηκα) потерять (многих) близких #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потерять близких? — χαροκαίομαι как с (ново)греческого переводится слово χαροκαίομαι? — потерять близких — εξομολόγος — απόγειο — κρεάτινος — εμπατή — ακουστική — ετερόσειστος — αναχωματικός — αντρομοίρι — αποσούρνω — τσιγαράδικο — ασκαρδαμυκτί — ιπποσκευή — θρυλούται — στέγαστρο — σπίθα — υφαντικός — αυτοσυντήρηση — εκλεπισμός — εκμυστήρευση — αιτών — ανάπαλος |
|||