κολπορραγία

формы словаβ
κολπορραγία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κολπορραγία? —


μελισσοκόμοςασυλλάβιστοςαττικίζωεξακόντισηκόσσααρτηριακόςαπότομοςψυχωτικόςανδριαντοποιόςπρωτουργόςζαπιδέξιοςγροικιέμαικότεροσυμμορίαστρατωνισμόςγοργάριζόγναφάλωσηψευδαισθησίαμετοικίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit