|
το эл. вольтаметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вольтаметр? — βολτάμετρο как с (ново)греческого переводится слово βολτάμετρο? — вольтаметр — αναρρούσα — κουρσάρικος — γυμνά — εξάρτια — γουσταδόρος — ανώφλι — ξενοδόχος — υπερπληθυσμός — οχυρό — τινάσσω — μουλαρόδρομος — λογιέμαι — ψηφιδοθέτηση — ενθρονιάζω — πολυσχιδώς — καταποδιαστός — εργαλειοστάτης — χαμούρα — επισημοποιώ — μίνυο — Καναδός |
|||