Новогреческий словарь
αποσβολωμένος
αποσβολωμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσβολωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λελογισμένως
—
γκρεμά
—
ετερώνυμος
—
πούπετα
—
βοστρύχωση
—
χορηγητής
—
μηλοφάγος
—
αλλοτριόγαμος
—
ειρηνοφόρος
—
κυνηγητό
—
παροικιακός
—
γνώμονας
—
αιματοσταγής
—
ξεψυχάω
—
διπλωτής
—
ορυκτό
—
διποδίζω
—
ανάπλαση
—
αλληλοσπαράζομαι
—
πινακοθήκη
—
βουτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве