|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σχολιαστικός? — — θρομβεκτομή — χειμωνικός — ξαφρίζω — διασοφίζομαι — γαριδομάτης — ρυπογόνος — ψυχαρούδα — αμακατζίκος — δοθιήν — μπακάλισσα — μυθολογώ — απροκοπία — συνεζευγμένος — αποπληξία — πεσιμιστικώς — ζώνομαι — ψιλοκοσκινίζω — αυτοενέργεια — ανθρωπογνώστης — κόθορνος — σκύτος |
|||