|
το 1) монета в десять лепт; 2) десятиминутка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монета в десять лепт? — δεκάλεπτο как на (ново)греческом будет слово десятиминутка? — δεκάλεπτο как с (ново)греческого переводится слово δεκάλεπτο? — монета в десять лепт, десятиминутка — κομμωτήριο — συναλλαγματοβόρος — αναβόηση — χαϊδολόγημα — έρμαιο — αντασφαλίστρια — λιγνίτης — γωβιός — αγωνοθετώ — Μαυρογιώργος — απερίθαλπτος — αλεξία — ακόντιση — ψυχρομετρικός — ελυτρον — αναπολούμενος — τραχανόσουπα — μεγαλοπραγμοσύνη — διαστημόμετρο — αρύομαι — βαθύγνωμος |
|||