|
ο свояк; шурин; деверь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свояк? — κουνιάδος как на (ново)греческом будет слово шурин? — κουνιάδος как на (ново)греческом будет слово деверь? — κουνιάδος как с (ново)греческого переводится слово κουνιάδος? — свояк, шурин, деверь — εχινώδης — αναρρωνύω — κατάντεμα — φτωχοπερήφανος — χοιράδωση — ιχθυοκαλλιεργητής — ανηφορικός — αμέλημα — συμπονάω — λαϊκίστικα — γενικότητα — σκουρόχρωμα — εισάγομαι — κατασταλαγμένος — μικροφυτικός — τσοπάνης — πλατύστερνος — αυτοεπίγνωση — προσπελάζω — ανάρτυτος — διπλότυπο |
|||