|
το ликёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ликёр? — ηδύποτο как с (ново)греческого переводится слово ηδύποτο? — ликёр — δίπτερος — μοσχάρι — ευτηξία — λάκα — αντιμάμαλο — σκιόφοβος — ακταιωρία — τήξη — ωσότου — ηχολογώ — εξευμενίζω — πίλος — σταλτικός — Φράγκισσα — λουρόπετσο — δεκαδάρχης — ασβεστόχρισμα — έντριμμα — αγοριτσίστικα — αιθεροποίηση — αραθυμώνω |
|||